Ο νορβηγός Γιον Φόσε (Jon Fosse) είναι ένα από τα μεγαλύτερα ονόματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας τον αιώνα που διανύουμε. Η διαπίστωση αυτή επιβεβαιώνεται από το Νόμπελ Λογοτεχνίας που του απονεμήθηκε το 2023.
Είναι περισσότερο γνωστός ως θεατρικός συγγραφέας, αλλά το έργο του είναι πλούσιο και περιλαμβάνει ακόμη μυθιστορήματα, ποιητικές συλλογές, δοκίμια, παιδικά βιβλία και μεταφράσεις. Το συγγραφικό ύφος του χαρακτηρίζεται από μινιμαλισμό και συναισθηματικό βάθος, γεγονός που τον καθιστά έναν από τους πιο πολυπαιγμένους θεατρικούς συγγραφείς στον κόσμο.
Νεανικά χρόνια
Ο Γιον Όλαφ Φόσε γεννήθηκε στις 29 Σεπτεμβρίου 1959 στο Χέγκενσουντ της Νορβηγίας και μεγάλωσε στο οικογενειακό αγρόκτημα κοντά στο Στράντεβαρμς. Ο πατέρας του εργαζόταν ως διευθυντής στο παντοπωλείο του τοπικού συνεταιρισμού και η μητέρα του ως φροντιστής ηλικιωμένων.
Ο ίδιος ανατράφηκε σε αυστηρό προτεσταντικό περιβάλλον, αλλά αργότερα επαναστάτησε με το να γίνει άθεος και να ενταχθεί σε μια ροκ μπάντα. Ένα σοβαρό ατύχημα όταν ήταν επτά ετών τον έφερε κοντά στο θάνατο. Μέσα στην ταραχή του είδε ένα λαμπερό φως και βίωσε την ειρήνη και την ομορφιά. «Νομίζω ότι αυτή η εμπειρία με άλλαξε ριζικά και ίσως με έκανε συγγραφέα» είχε πει σε μία συνέντευξή του. Σύμφωνα με τον ίδιο, άρχισε να γράφει σε ηλικία 12 ή 13 ετών, γράφοντας αρχικά στίχους τραγουδιών και αργότερα ποιήματα.
Το 1979 αποφοίτησε από το λύκειο και μετακόμισε στο Μπέργκεν, όπου άρχισε να εργάζεται για την εφημερίδα «Gula Tidend». Την ίδια χρονιά έγινε πατέρας και τον επόμενο χρόνο παντρεύτηκε τη μητέρα του παιδιού του. Τα κατοπινά χρόνια παντρεύτηκε άλλες δύο φορές και απέκτησε πέντε επιπλέον παιδιά.
Εν τω μεταξύ, κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980 σπούδασε στο Πανεπιστήμιο του Μπέργκεν κι έλαβε μεταπτυχιακό δίπλωμα στη συγκριτική λογοτεχνία.
Διεθνής αναγνώριση
Ο Γιον Φόσε κέρδισε διεθνή αναγνώριση ως δραματουργός το 1996 με το έργο του «Κάποιος θα έρθει» («Nokon kjem til å komme»), γνωστό για τη δραστική μείωση της γλώσσας και τη δυναμική έκφραση των ανθρώπινων συναισθημάτων. Εμπνευσμένος από δραματουργούς όπως ο Σάμουελ Μπέκετ και ο Τόμας Μπέρνχαρντ, ο Φόσε συνδυάζει τοπικούς δεσμούς με μοντερνιστικές τεχνικές. Τα έργα του απεικονίζουν τις αβεβαιότητες και τα τρωτά σημεία των ανθρώπινων εμπειριών χωρίς μηδενιστική περιφρόνηση.
Το έργο του έχει μεταφραστεί σε περισσότερες από πενήντα γλώσσες (και στα ελληνικά), με παραγωγές που έχουν παρουσιαστεί σε περισσότερες από χίλιες θεατρικές σκηνές παγκοσμίως. Τα μινιμαλιστικά και εσωστρεφή θεατρικά του έργα, που συχνά αγγίζουν τα όρια της λυρικής πρόζας και ποίησης, συνεχίζουν τη δραματική παράδοση που καθιέρωσε ο Ίψεν τον 19ο αιώνα. Το έργο του έχει συνδεθεί με το μεταδραματικό θέατρο, ενώ τα αξιοσημείωτα μυθιστορήματά του έχουν χαρακτηριστεί ως μεταμοντέρνα και πρωτοποριακά λόγω του μινιμαλισμού, του λυρισμού και της αντισυμβατικής χρήσης του συντακτικού.
Στα έργα του, ο Φόσε συχνά αφήνει ημιτελείς λέξεις ή πράξεις, δημιουργώντας μια αίσθηση άλυτης έντασης. Θέματα αβεβαιότητας και αγωνίας διερευνώνται σε έργα όπως τα «Νυχτερινά τραγούδια» («Natta syng sine songar», 1998) και «Παραλλαγές θανάτου» («Dødsvariasjonar», 2002). Το θάρρος του να εμβαθύνει στις ανησυχίες της καθημερινής ζωής συνέβαλε στην ευρεία αναγνώρισή του.
Τα μυθιστορήματα του, όπως τα «Πρωί και Βράδυ» («Morgon og kveld», 2000) -
και «Άλις στη φωτιά» («Det er Ales», 2004), αναδεικνύουν τη
μοναδική του γλώσσα που χαρακτηρίζεται από παύσεις, διακοπές, αρνήσεις και
βαθιές αμφισβητήσεις. Η «Τριλογία» («Trilogien», 2016) και η «Επταλογία» («Septologien», 2019), καταδεικνύουν περαιτέρω την εξερεύνηση του Φόσε για την αγάπη, τη βία, τον θάνατο και τη συμφιλίωση.
Η χρήση εικόνων και συμβολισμών είναι εμφανής στα ποιητικά του έργα, όπως το «Sterk vind» (2021) και η ποιητική συλλογή «Dikt i samling» (2021). Έχει επίσης μεταφράσει έργα των Γκέοργκ Τρακλ και Ράινερ Μαρία Ρίλκε στα νεονορβηγικά.
Συνολικά, τα έργα του Γιον Φόσε εμβαθύνουν στην ουσία της ανθρώπινης
κατάστασης, αντιμετωπίζοντας θέματα αβεβαιότητας, αγωνίας, αγάπης και
απώλειας. Με τον μοναδικό τρόπο και ύφος γραφής του και τη βαθιά εξερεύνηση
καθημερινών καταστάσεων, έχει καθιερωθεί ως μία σημαντική προσωπικότητα της σύγχρονης λογοτεχνίας και του θεάτρου. Το 2023 του απονεμήθηκε το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας για τα «καινοτόμα θεατρικά έργα και την πεζογραφία του που δίνουν φωνή στο ανείπωτο».
Το μήνυμα του Φόσε για την Παγκόσμια Ημέρα Θεάτρου 2024
Το 2024 ο Γιον Φόσε έγραψε το μήνυμα της Παγκόσμιας Ημέρας Θεάτρου, που έχει ως εξής:
Η Τέχνη είναι Ειρήνη
Κάθε άνθρωπος είναι μοναδικός και ταυτόχρονα μοιάζει με όλους τους άλλους
ανθρώπους. Η ορατή, εξωτερική μας εμφάνιση είναι διαφορετική από όλων των άλλων φυσικά, αλλά υπάρχει επίσης κάτι μέσα στον καθένα από εμάς, που ανήκει μόνο σε αυτό το άτομο - που είναι μόνο αυτό το άτομο. Θα μπορούσαμε να το ονομάσουμε το πνεύμα του ή την ψυχή του. Ή αλλιώς, μπορούμε να αποφασίσουμε να μην το χαρακτηρίσουμε καθόλου με λέξεις, απλά να το αφήσουμε ήσυχο.Αλλά ενώ όλοι μας είμαστε διαφορετικοί μεταξύ μας, είμαστε και όμοιοι. Οι άνθρωποι από κάθε μέρος του κόσμου είναι θεμελιωδώς παρόμοιοι, ανεξάρτητα από τη γλώσσα που μιλάμε, το χρώμα του δέρματός μας, το χρώμα των μαλλιών μας.
Αυτό μπορεί να είναι κάπως παράδοξο: ότι είμαστε εντελώς όμοιοι και ταυτόχρονα εντελώς ανόμοιοι. Ίσως ο άνθρωπος να είναι εγγενώς παράδοξος, με τη γεφύρωση του σώματος και της ψυχής μας περιλαμβάνουμε τόσο την πιο γήινη, απτή ύπαρξη όσο και κάτι που υπερβαίνει αυτά τα υλικά, επίγεια όρια.
Η τέχνη, η καλή τέχνη, καταφέρνει με τον υπέροχο τρόπο της να συνδυάζει το
εντελώς μοναδικό με το καθολικό. Μας επιτρέπει να κατανοήσουμε το διαφορετικό -το ξένο, θα μπορούσαμε να πούμε- ως καθολικό. Με αυτόν τον τρόπο, η τέχνη σπάει τα όρια μεταξύ γλωσσών, γεωγραφικών περιοχών, χωρών. Συγκεντρώνει όχι μόνο τις ατομικές ιδιότητες του καθενός, αλλά και με μια άλλη έννοια, τα ατομικά χαρακτηριστικά κάθε ομάδας ανθρώπων, για παράδειγμα κάθε έθνους.Η τέχνη το κάνει αυτό όχι ισοπεδώνοντας τις διαφορές και κάνοντας τα πάντα ίδια, αλλά αντίθετα, δείχνοντάς μας τι είναι διαφορετικό από εμάς, άλλο ή ξένο. Κάθε σπουδαία τέχνη περιέχει ακριβώς αυτό: κάτι ξένο, κάτι που δεν μπορούμε να κατανοήσουμε πλήρως κι όμως ταυτόχρονα το κατανοούμε κατά κάποιον τρόπο. Περιέχει ένα μυστήριο, ας πούμε. Κάτι που μας γοητεύει και έτσι μας ωθεί πέρα από τα όριά μας και με αυτόν τον τρόπο δημιουργεί την υπέρβαση που κάθε τέχνη πρέπει και να περιέχει μέσα της και να μας οδηγεί σ’ αυτήν.
Δεν γνωρίζω καλύτερο τρόπο για να φέρει κανείς κοντά τα αντίθετα. Αυτή είναι η ακριβώς αντίστροφη προσέγγιση από εκείνη των βίαιων συγκρούσεων που βλέπουμε τόσο πολύ συχνά στον κόσμο, οι οποίες υποκύπτουν στον καταστροφικό πειρασμό να εξοντώσουν οτιδήποτε ξένο, οτιδήποτε μοναδικό και διαφορετικό, συχνά χρησιμοποιώντας τις πιο απάνθρωπες εφευρέσεις που έχει θέσει στη διάθεσή μας η τεχνολογία. Υπάρχει τρομοκρατία στον κόσμο. Υπάρχει πόλεμος. Διότι οι άνθρωποι έχουν και μια ζωώδη πλευρά που καθοδηγείται από το ένστικτο να βιώνουν το άλλο, το ξένο, ως απειλή για τη δική τους ύπαρξη και όχι ως ένα συναρπαστικό μυστήριο.
Έτσι εξαφανίζεται η μοναδικότητα -οι διαφορές που όλοι μπορούμε να δούμε-,
αφήνοντας πίσω μια συλλογική ομοιομορφία, όπου οτιδήποτε διαφορετικό αποτελεί απειλή που πρέπει να εξαλειφθεί. Αυτό που φαίνεται από έξω ως διαφορά, για παράδειγμα στη θρησκεία ή στην πολιτική ιδεολογία, γίνεται κάτι που πρέπει να κατατροπωθεί και να καταστραφεί.Ο πόλεμος είναι η μάχη ενάντια σε αυτό που βρίσκεται βαθιά μέσα σε όλους μας: το κάτι μοναδικό. Και είναι επίσης μια μάχη ενάντια στην τέχνη, ενάντια σε αυτό που βρίσκεται βαθιά μέσα σε κάθε τέχνη.
Μίλησα εδώ για την τέχνη γενικά, όχι για το θέατρο ή τη θεατρική γραφή
ειδικότερα, αλλά αυτό συμβαίνει επειδή, όπως είπα, όλη η καλή τέχνη, κατά βάθος, περιστρέφεται γύρω από το ίδιο πράγμα: παίρνει το εντελώς μοναδικό, το εντελώς συγκεκριμένο, και το καθιστά καθολικό. Ενώνει το ιδιαίτερο με το καθολικό μέσω της καλλιτεχνικής του έκφρασης: δεν εξαλείφει την ιδιαιτερότητά του, αλλά την τονίζει, αφήνοντας το ξένο και το άγνωστο να λάμψει ξεκάθαρα.Ο πόλεμος και η τέχνη είναι αντίθετα, όπως ακριβώς ο πόλεμος και η ειρήνη είναι αντίθετα - είναι τόσο απλό. Η τέχνη είναι ειρήνη.