Ο Μήτσος Μυράτ ήταν ένας από τους σημαντικότερους έλληνες ηθοποιούς του πρώτου μισού του 20ού αιώνα. Γνώριζε σε βάθος τη ρομαντική, τη νατουραλιστική και τη συμβολική υποκριτική σχολή, ήταν όμως εξαίρετος στο είδος του βουλεβάρτου.
Ο Μήτσος Μυράτ (Μουράτογλου το οικογενειακό επώνυμο) γεννήθηκε στις 26 Δεκεμβρίου 1878 στη Σμύρνη της Μικράς Ασίας. Παιδί πολυμελούς οικογένειας, μεγάλωσε με τον πατέρα του, μετά τον χωρισμό των γονιών του. Έζησε για ένα διάστημα στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, όπου εργάστηκε ως επιθεωρητής σε λατομείο, προκειμένου να ξεχαστεί το σκάνδαλο που είχε συνταράξει τη Σμύρνη, όταν είχε ερωτευτεί μία νεαρή αγγλίδα.
Με την επιστροφή του στη Σμύρνη προσπάθησε ν’ αναπτύξει επιχειρηματική δραστηριότητα, όπως και άλλα μέλη της οικογένειάς του, αλλά γρήγορα διαπίστωσε ότι ήταν γεννημένος για θεατρίνος.
Σπουδές υποκριτικής στο Παρίσι
Μετά τη διάλυση της «Νέας Σκηνής» (1907), ο Μυράτ εντάχθηκε στο θίασο Κοτοπούλη από το 1908 ως πρωταγωνιστής και από το 1911 ως καλλιτεχνικός διευθυντής. Από το 1930 έως το 1935 περιόδευσε επικεφαλής δικού του θιάσου και στη συνέχεια εντάχθηκε στο Εθνικό Θέατρο, όπου παρέμεινε έως το 1950. Στον κινηματογράφο κατέγραψε μία παρουσία στην κωμωδία του Ίωνα Νταϊφά «Δολάρια και Όνειρα» (1956).
Ο ρόλος που τον ανέδειξε σε κορυφαίο ηθοποιό
Στο θέατρο διακρίθηκε από την πρώτη του εμφάνιση το 1901 ως μύστης στην τραγωδία του Ευριπίδη «Άλκηστις». Ο ρόλος που τον ανέδειξε σε κορυφαίο ηθοποιό ήταν στην «Αγριόπαπια» του Ίψεν και ο τελευταίος ήταν το 1956, στο θέατρο Κοτοπούλη, στο «Σιμούν» του Ανρί Λενορμάν.
Για τον Μήτσο Μυράτ ίσχυε ο λόγος ενός άλλου μεγάλου του θεάτρου, του Λουί Ζουβέ, που έλεγε: «Για τον ηθοποιό το θέατρο δεν είναι επάγγελμα, αλλά πάθος». Το πάθος αυτό διατήρησε μέχρι τα τελευταία του. Λέγεται ότι ακόμα και όταν αποσύρθηκε από τη σκηνή μετά το 1956 μάθαινε όλους τους ρόλους που ερμήνευε ο γιoς του Δημήτρης Μυράτ, με την ελπίδα ότι σε κάποια απουσία του θα του δινόταν η ευκαιρία να παίξει αυτός.
Μυθιστορήματα, οπερέτες και αυτοβιογραφικά βιβλία
Ο Μυράτ ασχολήθηκε και με τη συγγραφή. Έγραψε μυθιστορήματα, οπερέτες και δύο βιβλία αναμνήσεων «Η ζωή μου» (1918) και «Ο Μυράτ κι εγώ» (1950), που μας δίνουν πολύτιμες πληροφορίες για το ελληνικό θέατρο του 20ού αιώνα.
Ο Μήτσος Μυράτ άφησε την τελευταία του πνοή στις 3 Ιανουαρίου 1964 στο νοσοκομείο «Ευαγγελισμός», όπου νοσηλευόταν με βρογχοπνευμονία, σε ηλικία 85 ετών. Μαζί του έσβησε μια ολόκληρη εποχή του ελληνικού θεάτρου, όπως έγραψε ο Τύπος της εποχής.