Με το σλόγκαν «Βουή στην Ζούγκλα» (Rumble in the Jungle) έμεινε στην ιστορία της πυγμαχίας, ο αγώνας βαρέων βαρών μεταξύ του παγκόσμιου πρωταθλητή Τζορτζ Φόρμαν και του διεκδικητή του τίτλου Μοχάμεντ Άλι, που διεξήχθη στις 30 Οκτωβρίου 1974 στην Κινσάσα του Ζαΐρ (σημερινή Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό).
Τον αγώνα παρακολούθησαν 60.000 άνθρωποι και πάνω από ένα δισεκατομμύριο στην τηλεόραση παγκοσμίως. Αν και ο Φόρμαν μπήκε στον αγώνα ως το ξεκάθαρο φαβορί, ο Άλι νίκησε με νοκ-άουτ στον όγδοο γύρο και κατέκτησε εκ νέου τον παγκόσμιο τίτλο της κατηγορίας βαρέων βαρών.
Οι δύο μονομάχοι
Έως το 1974 ο Μοχάμεντ Άλι είχε επιστρέψει με επιτυχία στην πυγμαχία μετά τον αποκλεισμό του το 1967, όταν είχε αρνηθεί να στρατευθεί ως αντιρρησίας συνείδησης στον πόλεμο του Βιετνάμ. Τον Οκτώβριο του 1970, στον πρώτο του αγώνα μετά τη λήξη της τιμωρίας του, ο Άλι αντιμετώπισε τον Τζέρι Κουόρι στην Ατλάντα και τον νίκησε σε τρεις γύρους.
Έχοντας ανακτήσει το χαμένο έδαφος, στις 8 Μαρτίου 1971 τέθηκε αντιμέτωπος του παγκόσμιου πρωταθλητή βαρέων βαρών Τζο Φρέιζερ σε μία αναμέτρηση που θα ονομαζόταν για διαφημιστικούς λόγους «Η Μάχη του Αιώνα» («Fight of the Century»). Ο Άλι έχασε με ομόφωνη απόφαση σε έναν κλειστό αγώνα 15 γύρων. Απτόητος, έδωσε 14 αγώνες τα επόμενα τρεισήμισι χρόνια, κερδίζοντας 13 και χάνοντας 1.
Ο Τζορτζ Φόρμαν έφτασε στο Ζαΐρ στο απόγειο των δυνατοτήτων του. Είχε κερδίσει το χρυσό μετάλλιο βαρέων βαρών στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Πόλης του Μεξικού το 1968 προτού γίνει επαγγελματίας και κερδίσει τους πρώτους 37 αγώνες του. Στη συνέχεια, νίκησε εύκολα τον μέχρι τότε αήττητο Τζο Φρέιζερ σε μόλις δύο γύρους, κερδίζοντας τον τίτλο του παγκόσμιο πρωταθλητή.
Ο Φόρμαν θεωρείτο το αντίπαλο δέος του Άλι. Ήταν λιγομίλητος εκεί που ο πρώην πρωταθλητής ήταν αλαζόνας, βαρύς και δυνατός εκεί που ο Άλι ήταν γρήγορος. Επιπλέον, ο Φόρμαν προβλήθηκε ως πατριώτης, ενώ ο Άλι ήταν ο γνωστός μαύρος εθνικιστής. Σε μια Ολυμπιάδα (του Μεξικού) που έμεινε περισσότερο στη μνήμη για τις διαμαρτυρίες της «Μαύρης Δύναμης» των αθλητών του στίβου Τόμι Σμιθ και του Τζον Κάρλος, ο Τζορτζ Φόρμαν είχε ανεμίσει την αμερικανική σημαία μετά την τελετή της απονομής των μεταλλίων.
Προσερχόμενος στον αγώνα, ο Τζορτζ Φόρμαν ήταν μία ασταμάτητη δύναμη και ο Άλι ένας γερασμένος σούπερ σταρ. Οι στοιχηματικές αποδόσεις κινήθηκαν αναλόγως, δίνοντας τον Άλι αουτσάιντερ 4:1.
Η οργάνωση του αγώνα
Την οργάνωση του αγώνα ανέλαβε ο Ντον Κινγκ (γ. 1931), ο οποίος είχε κάνει καριέρα στο παράνομο στοίχημα. Υποσχέθηκε αμοιβή 5 εκατομμυρίων δολαρίων τόσο στον Φόρμαν όσο και στον Άλι - ποσό ασύλληπτο για την εποχή. Ωστόσο, δεν είχε τα χρήματα, οπότε έπρεπε να βρει κάποιον να χρηματοδοτήσει το σχέδιό του.
Βρήκε τον χορηγό του στο πρόσωπο του Μομπούτου Σέσε Σέκο, του δικτάτορα του Ζαΐρ. Ο Μομπούτου ήλπιζε ότι η διοργάνωση ενός πυγμαχικού αγώνα τέτοιου βεληνεκούς, του πρώτου επί αφρικανικού εδάφους, θα προσέλκυε τη διεθνή προσοχή, αλλά και επενδύσεις στο πάμφτωχο κράτος του.
Ο Κινγκ προώθησε τον αγώνα ως επιστροφή στις ρίζες. Αρχικά τον είχε ονομάσει «From the Slave Ship to the Championship» («Από το πλοίο των σκλάβων στο πρωτάθλημα») προτού τον απορρίψει ο Μομπούτου. Το σλόγκαν «Rumble in the Jungle», που τελικά επικράτησε, το επινόησε ο Άλι κατά τη διάρκεια της προπόνησης. Στο πλαίσιο της προώθησης του αγώνα, διοργανώθηκε ένα τριήμερο μουσικό φεστιβάλ, στο οποίο συμμετείχαν μεταξύ άλλων ο Μπι Μπι Κινγκ, ο Τζέιμς Μπράουν και η Μίριαμ Μακέμπα.
Η οργάνωση ήταν γεμάτη προβλήματα. Ο αγώνας ήταν αρχικά προγραμματισμένος να διεξαχθεί στις 25 Σεπτεμβρίου, αλλά χρειάστηκε να αναβληθεί αφού το μάτι του Φόρμαν σχίστηκε κατά τη διάρκεια μιας προπόνησης. Ως αποτέλεσμα, οι δύο πυγμάχοι αναγκάστηκαν να παραμείνουν στο Ζαΐρ για ακόμη πέντε εβδομάδες.
Επιπλέον, προς μεγάλη απογοήτευση του Κινγκ, οι πανάκριβες θέσεις γύρω από το ρινγκ παρέμειναν αδιάθετες, καθώς μόνο 50 φίλοι της πυγμαχίας με γερό πορτοφόλι ανταποκρίθηκαν στην πρόσκλησή του κι έκαναν το ταξίδι στην Κινσάσα. Η πλειονότητα των θέσεων διατέθηκαν σε ντόπιους, οι οποίοι μπορούσαν ν’ αντέξουν οικονομικά να καθίσουν μακριά από το ρινγκ. Τα περισσότερα χρήματα – πάνω από 100 εκατ. δολάρια – εισπράχθηκαν από την πώληση των ραδιοτηλεοπτικών δικαιωμάτων στις ΗΠΑ και σε πολλές χώρες του κόσμου.
Ο αγώνας
Ο αγώνας ήταν αντάξιος των προσδοκιών που είχαν καλλιεργηθεί. Ξεκίνησε στις 4 τα ξημερώματα τοπική ώρα (η πρώιμη έναρξη εξυπηρετούσε τους Αμερικανούς τηλεθεατές, οι οποίοι μπορούσαν να παρακολουθήσουν τον αγώνα στη ζώνη υψηλής τηλεθέασης) στο στάδιο της 20ής Μαΐου. Πολλοί περίμεναν ότι ο Άλι θα προσέγγιζε τον αγώνα όπως είχε προσεγγίσει τους αγώνες της νιότης του - με γρήγορες κινήσεις και φινέτσα. Πράγματι, ο Άλι είχε πει στον Τύπο πριν από τον αγώνα ότι θα επιτεθεί στον Φόρμαν με αυτόν τον τρόπο.
Ωστόσο, ο Άλι προχώρησε σε μια πολύ πιο αργή, πιο μεθοδική προσέγγιση. Στον πρώτο γύρο, επιτέθηκε άγρια στον Φόρμαν προτού υποχωρήσει στα σχοινιά και αφήσει τον αντίπαλό του να ρίξει γροθιές και να κουραστεί σταδιακά, μια τακτική που από τότε ονομάστηκε «rope-a-dope». Ο Άλι απέκρουσε και απέφυγε πολλά από τα χτυπήματα του Φόρμαν σε αυτούς τους πρώτους γύρους, αλλά δέχτηκε αρκετά χτυπήματα στο χέρι και στο σώμα.
Τελικά, η στρατηγική του Άλι απέδωσε. Μέχρι τον πέμπτο γύρο, ο Φόρμαν είχε αρχίσει εμφανώς να κουράζεται. Στον όγδοο γύρο, ο Άλι βρήκε την ευκαιρία και πέρασε στην επίθεση, βγάζοντας νοκ άουτ τον Φόρμαν με έναν συνδυασμό γρήγορων χτυπημάτων, σοκάροντας τον αντίπαλό του και τον κόσμο.
Ο Μοχάμεντ Άλι με τη νίκη του αυτή έγινε ο δεύτερος πυγμάχος που κατέκτησε ξανά τον τίτλο του πρωταθλητή βαρέων βαρών και καθώς ο πόλεμος του Βιετνάμ έφτανε στο τέλος του, η δημόσια εικόνα του άρχισε σταδιακά να αποκαθίσταται. Και τη στιγμή του θανάτου του το 2016, ο Μοχάμεντ Άλι ήταν πλέον ένα αμερικανικό είδωλο.