Σπύρος Λούης

Στο χάνι του Μιλτιάδη, στο Μαραθώνα, το µεσηµέρι, ήταν όλοι παρόντες.
Στις δύο ακριβώς δόθηκε το σήµα της εκκίνησης.
Σαν σαΐτα πετάχτηκε οδηγώντας την κούρσα ο Γάλλος. Πίσω του πήγαινε ο Αυστραλός Φλακ και παραπίσω οι Έλληνες, µια παρέα.
«Γιατί έχουν πάρει τόση φόρα;», αναρωτιόταν ο Λούης τρέχοντας µαλακά. «Έχουµε ακόµη τόση απόσταση».
Μπροστά τους ο δρόµος άδειος, αλλά και από τις δυο µεριές στα ρείθρα στριµωχνόταν κόσµος πολύς, που έκανε το τοπίο χρωµατιστό και ενδιαφέρον.
Ο Λούης ένιωθε δίπλα του την ανάσα του κόσµου, τον παλµό του.
Οι Μαρουσιώτισσες, όλες, που κατέβηκαν από το χωριό, κι είχαν µαζί τις κατσίκες τους, στέκονταν στην άκρη του σκονισµένου δρόµου σ’ όλη τη διαδροµή και σκούπιζαν τα δάκρυα µε τις µαντίλες τους
– Σπύρο! Σπύρο! Άντε, παιδί µου! Με το καλό! τον επευφηµούσαν.
Παρ’ όλο που ένιωθε απερίγραπτη µοναξιά, χαµογελούσε συνεχώς σ’ αυτή την Ελλάδα που τον συνόδευε. Κι ο πόθος να χαροποιήσει αυτόν τον κόσµο θρονιάστηκε στην καρδιά του.
Έβαλε φόρα να προλάβει το Γάλλο και τον Αυστραλό. Η φωτιά, η ελπίδα της νίκης, φούντωσε µέσα του και κόντευε να τον κάψει. Μετά το 32ο χιλιόµετρο όλα εξελίχθηκαν ευνοϊκά γι’ αυτόν. Ο ένας µετά τον άλλον οι αντίπαλοί του κουράζονταν και αποσύρονταν. Έβαλε τα δυνατά του και πέρασε πρώτος, ακµαίος και κεφάτος. Ήταν βέβαιος πια για τη νίκη του, αφού λυτρώθηκε από τους επικίνδυνους αντιπάλους του.
Όσο πλησίαζε προς τους Αµπελοκήπους, ο ενθουσιασµός τού κόσµου εκδηλωνόταν µε χίλιους δυο τρόπους λατρείας: Με λουλούδια, µε στεφάνια, µε λυγµούς, µε συγκίνηση. Εκείνος, κάτασπρος από τη σκόνη του δρόµου, µε µάτια λαµπερά, που γυάλιζαν σαν να είχε πυρετό, τους άκουγε, τους έβλεπε, τους αγαπούσε όλους, αποτύπωνε χρώµατα, φυσιογνωµίες για να τις θυµάται µια ολόκληρη ζωή. Μέσα στην υπερέντασή του θυµόταν πού και πού να σκουπίζει το µουστάκι του από τον ιδρώτα.
– Κουράγιο! Κουράγιο! Λίγο ακόµα! τον παρότρυνε ο κόσµος παραληρώντας.
∆εν αισθανόταν κουρασµένος, αλλά µόνος, παράξενα µόνος, κι ας τον συνόδευε η ψυχή του κόσµου, που λαχταρούσε µια νίκη, που θα τους ενίσχυε την περηφάνια, που το είχαν τόσο ανάγκη.
Ο Λούης πετάει προς το στάδιο. Ηλιοκαµένος, µε τις ποδάρες του ν’ ακροπατούν στο χώµα, να παίρνουν δύναµη και να τινάζονται ψηλά για το επόµενο βήµα, το βήµα του θριάµβου.
Ο Λούης πετάει προς το στάδιο που περιµένει να τον υποδεχτεί ντυµένο στα άσπρα του µάρµαρα.
Το αδιαχώρητο σ’ όλο του το µεγαλείο. Απόλυτη ησυχία. Έχει δοθεί η εντολή: «Μη φωνάζετε, µη χειροκροτείτε, µη συγκινήσετε το µαραθωνοδρόµο, όποιος κι αν είναι».
Κανείς δεν προσέχει το αγώνισµα του άλµατος επί κοντώ που διεξάγεται στο στίβο. Όλοι έχουν στραµµένα τα µάτια προς την πύλη απ’ όπου θα µπει ο νικητής
Ο Λούης πετάει προς το στάδιο. Είναι σχεδόν απ’ έξω.
Είναι αδύνατο να βρίσκεται έστω και ένας εκείνη τη µέρα που να µη θέλει µε όλη του την ψυχή να νικήσει στο µαραθώνιο Έλληνας. Ο µαραθώνιος είναι υπόθεση ελληνική. Έλληνας πρέπει να τον κερδίσει.
Πέντε και είκοσι ακούγεται ο κρότος του τηλεβόλου. Πώς ανατριχιάζει η θάλασσα όταν την ταράζει ξαφνικά ο άνεµος; Πώς γίνεται όταν συγκινείσαι µε τη θωπεία❉ της πασχαλιάτικης αύρας; Πώς γίνεται όλος εκείνος ο κόσµος να είναι ενωµένος µ’ έναν πόθο και µια ευχή;
Σηκώνονται όλοι όρθιοι. ∆ε φωνάζουν. Περιµένουν. Με αγωνία. Με µια καρδιά ν’ ανασαίνει στον ίδιο ρυθµό. Με δυο µάτια να βλέπουν προς την είσοδο.
– Είναι Έλλην!
Ο αριθµός 17 υψώνεται στο κοντάρι. Είναι ο αριθµός της φανέλας του Λούη.
Την ανυποµονησία τη διαδέχεται η ξέφρενη χαρά, ανοίγει ο δρόµος να περάσει ο νικητής, ο κόσµος χειροκροτεί, αλαλάζει, κουνάει µαντίλια, πετάει καπέλα, υψώνει σηµαιάκια, κλαίει και δίνει φιλιά.
Μια νικητήρια ιαχή κυλά πάνω στις κερκίδες. Ο αντίλαλος γίνεται ήχος µεγάλος, σµίγει µε τον ήλιο, που πάει να βασιλέψει και βάφει µε χρώµατα το λοφάκι του Αρδηττού, ύστερα επιστρέφει να σµίξει µε τις µπάντες που παιανίζουν.
Εκεί, στο Παναθηναϊκό στάδιο, οι Έλληνες ξεφωνίζουν σ’ ένα χώρο που τους ανήκει από παλιά. Ένα χώρο µε εθνικό παρελθόν, ένα χώρο που αποκτά και εθνικό παρόν, µ’ ένα νερουλά από το Μαρούσι που έτρεξε 40 χιλιόµετρα σε δύο ώρες, 58 πρώτα και 50 δευτερόλεπτα.

Αγγελική Βαρελλά
Αγγελική Βαρελλά (1930 - 2022)

ελληνίδα συγγραφέας παιδικών βιβλίων.

Βιογραφία

ΠΡΟΤΕΙΝΟΥΜΕ

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΣΤΟ EMAIL ΣΑΣ

Εγγραφείτε στο Newsletter μας για να λαμβάνετε κάθε μέρα στο email σας τα σημαντικότερα άρθρα του «Σαν Σήμερα .gr»


ΜΟΝΑΔΙΚΑ ΠΡΟΝΟΜΙΑ ΜΕΛΟΥΣ

premium Γίνε συνδρομητής με μόλις 8 € / μήνα, στήριξε τον αγαπημένο σου ιστότοπο
και απόλαυσε premium περιεχόμενο, χωρίς διαφημίσεις!

ΜΑΘΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ