Γυρνούν τα βόδια. Κορνιαχτός. Φωτιές. Βραδιάζει.
Φωνές κι αντίλαλοι. Χέιχάαα. Μούχρωμα του Μαγιού.
Ένα σουράβλι χαμηλά στον ποταμό σταλάζει
ζάχαρη-κάντιο τα όνειρα μιανού μικρού παιδιού.
Ξάφνου κρεμάστηκαν ψηλά φωνές κι αντίλαλοι, ως
κρεμούν τα σύννεφα λυτά μαλλιά στο δείλι.
Ό Μπέης με τ’ αυτοκίνητο! Νέκρα κ’ ερήμωση. Κι ό λογισμός:
«Τόκοι... γραμμάτια...» Νύχτωσε. Μονάχα οι γρύλοι...