Η ζωή μου θαμπώνει, και αφού βρέχει
διαλέγω το πέρασμα μες στο τούνελ όπου
όλα είναι υγρά, αλλά δε βρέχει.
Εδώ οι συνηθισμένοι άνθρωποι, που τα βήματά τους
τους πάνε προς τα συνηθισμένα πράγματα
κι εγώ κινούμαι ανάμεσα σε πράγματα όχι καινούργια.
Πιο κοινός από τους άλλους, δεν ξέρω πού
με πάει το κουρασμένο μου βήμα, που δεν θέλει
τέτοιο να φαίνεται σ ’ εμένα και στους άλλους.
Όταν ξαφνικά ένα βλέμμα που ξέρει σε ποιο σημείο
του σώματός μου να κατευθυνθεί και δεν το θέλει
με ξυπνά σαν αστραπή - και βρίσκεται κιόλας αλλού.
Άδικα το ψάχνω μέσα σ ’ ένα παλιό
σύμπαν που κάποτε μου ήταν φιλικό.
Κι ενώ δεν το σκεφτόμουν πια
αντήχησε μέσα στο τούνελ μια χαρούμενη
φωνή που σκέπαζε οτιδήποτε άλλο.
Ήταν ένας μεταθανάτιος και μακρινός χαιρετισμός,
μεταθανάτιος μες στην καρδιά μου, όχι πιο πέρα
από την κοντινή απόσταση των ανθρώπων στο τούνελ.
Μετάφραση: Χρίστος Αλεξανδρίδης