Κτηματικές διαφορές. Ετσι ήρθαμε στα χέρια.
Με πιάνει ξαφνικός θυμός κι ανάβουν τα αίματα.
Τον βρίσκει η πέτρα πλάι στο αυτί. Κάτω απ’ τ’ αστέρια
πέφτει νεκρός. Τώρα ηλιοβασιλέματα
βλέπω αγκαλιά με τη γυναίκα του. Εκδηλώνει
τον έρωτά της έμπρακτα. Μαζί κοιμόμαστε ήδη.
Κι όταν αρχίσει να γερνά, με ποια θ’ ακούω το αηδόνι;
Την κόρη τους θα βάλω στο παιχνίδι.
Γλιστρά ο καιρός κι η μνήμη του στερεύει.
Τον έθαψα. Τι να ’κανα; Βρήκα το σθένος.
Τύψεις; Πώς όχι; Μα ωφελούν; Οι τύψεις είν’ ερέβη.
Οποιος τους παραδίδεται βγαίνει διπλά χαμένος.
Λιτή η ζωή μου. Σιγανή. Και τότε όπως και τώρα.
Των αγιογραφιών μ’ αρέσει η χρυσή άλως.
Βγαίνω στην ύπαιθρο όταν πιάνει μπάρα.
Τη γη δουλεύω από μικρός. Κοπάδια έβοσκε ο άλλος.
Σου ’δίνε πιο πολλά από μένα; Η κοινωνία
τι λέει; Τίποτα. Κι αν πει, κανείς δεν χολοσκάει.
Της λήθης η καλλιέργεια είν’ ο δικός μου τρόπος.
Κάποιοι ξεχνούνε δύσκολα, μα οι πιο πολλοί όπως όπως.
Πλάι στους διωγμούς και στις σφαγές, μια αδελφοκτονία.
Ολα περνούν. Ποιος το θυμάται πως με λένε Κάιν;