Ο πατέρας ανήκε
στα λειβάδια.
Μετά, τον προσάρμοσαν
στο σπίτι.
Αυτό λέγεται εσωτερική
μετανάστευση.
Μέσα σε εκείνο το μικρό
σαλόνι
συγχέονταν αδιάλειπτα
υποκείμενα και αντικείμενα.
Αδύνατη η εξαγωγή
συμπερασμάτων.
Η Τριάδα η ομοούσια.
Επληρώθη.
Άντρες.
Έξω από αυτήν,
εξορισμένος υπέρθεος
η μητέρα.
Αλλά ο πατέρας εμπιστεύεται
άπρακτα
το πλήρες της μητέρας.
Της το παραχωρεί.
Αλλά ούτε ένας, ούτε δύο.
Αυτοί είναι τρεις,
είπε στην αδερφή της.
Καταλαβαίνεις τι σου λέω;
είπε στην αδερφή της.
Τρεις άντρες με πουλί.
Καταλαβαίνεις;
Ο πατέρας δεν
παρευρισκόταν ποτέ
σε αυτές τις συζητήσεις.
Αφού ούτε και κανείς. (Συζητήσεις
να τις κάνει ο Θεός.)
- Ο ποιος;
- Ο Θεός.
-Α, αυτός.
Γην είδα στον ύπνο μου.
Εκεί τη φώναζα Θεσσαλονίκη.
Δηλαδή δεύτερη; μου έλεγε.
Δηλαδή πόλις δεύτερη εγώ;
Ας γελάσω.
Εγώ είμαι μητρόπολις.
Μου έλεγε.
Χώρα τότε; τολμώ· της λέω.
Μήπως χώρα;
Που μας χωρά και μας
καταλαμβάνει;
Που την κατοικούμε
για να μας κατοικεί;
Πες μου, με ποιον πέλεκυ; -
ικέτευα.
Πες, πώς μεταναστεύω
από εσένα;
Τίποτα δεν θα μάθω
για εκείνη ποτέ.