Το κελλίον, εις το οποίον κατώκει έως τώρα ο Νικόδημος, είχε μικρόν ευτελή εξώστην άφρακτον. Η Σκεύω εκάθητο εις το κατώφλιον της θύρας, και μέσα, εις τον μυχόν του μικρού θαλάμου, έκειτο κλίνη ασθενούς. Ο ασθενής είχεν ανακαθίσει, ακουμβών την κεφαλήν εις το προσκέφαλον, κι έβλεπεν αορίστως εις το κενόν διά της ανοικτής θύρας. Ο ήλιος έκλινε προς την δύσιν, και η ημέρα υπήρξε θερμή. Ο ασθενής, με ξανθόν μύστακα, και μικρόν γένειον φαιόξανθον, ήτο ωχρός, και το πρόσωπόν του «έφεγγεν» από την ισχνότητα.
Η Σκεύω έβλεπε προς την θάλασσαν, εις την σειράν των μεγάλων πλοίων, των οποίων είχεν αυξήσει ο αριθμός. Από τριών ή τεσσάρων ημερών είχον έλθει περισσότερα από δώδεκα κομμάτια καράβια, και όχι ολίγα μικροκάικα. Η γραία έβλεπε μετά τρόμου το πλήθος τούτο των πλοίων και των επιβατών. Ενθυμείτο τον δημώδη λόγον περί των μελλόντων να συμβώσιν εις την Συντέλειαν του κόσμου, όταν οι ζώντες θα κράξωσι προς τους νεκρούς: «Εβγάτε σεις οι πεθαμένοι, να εμβούμε ημείς οι ζωντανοί!» Και εφοβείτο μη η πρόρρησις επαληθεύσει προχείρως και παραδειγματικώς εις την παρούσαν περίστασιν, ήτις ήτο βεβαίως μία εκ των προεικονίσεων της Συντελείας.
Ετρόμαjε μήπως από τα τόσα κομμάτια καράβια εξέλθωσιν αιφνιδίως οι τόσοι άρρωστοι, όσοι ελέγετο ότι υπήρχον επ’ αυτών, και φωνάξωσι προς τους κατέχοντας τας προχείρους σκηνάς, τα ημιτελή παραπήγματα και τα ολίγα ευτελή κελλία, ασθενείς ή νοσοκόμους, υγιείς ή πάσχοντας, ζώντας ή νεκρούς: «Καιρός να φύγητε σεις, διά να έλθωμεν ημείς».
Και εν μέσω τοιούτου κυκεώνος δεινής συμφοράς και τυφλώσεως και πόνου και αγρίας πάλης, πού ελάμβάνετο υπ’ όψιν το δικαίωμα και η θυσία ην υπέστη χάριν αυτής ο Νικόδημος ο Μανασσής, όστις τη παρεχώρησεν οικειοθελώς το μικρόν κελλίον του, διά να νοσηλεύσει τον υιόν της. Κατ’ αυτήν την πρωίαν της Πέμπτης, πριν η Σκεύω απέλθη μετά του ιατρού εις το πλοίον διά να ίδει τον υιόν της, ο Νικόδημος της είχεν ειπεί ότι, καθ’ όσον χρόνον αυτή θ’ ανήρχετο επί το πλοίον, αυτός θα απήρχετο εις εκδρομήν επάνω εις το μικρόν βουνόν, πέραν του δάσους, διά να ίδει τι γίνεται το κοπάδι των αιγών, με τους ολίγους τράγους και τα ερίφια τα οποία είχεν εμπιστευθεί εις την φροντίδα του παραγυιού του, του αιγοβοσκού Αγκόρτζα, διότι από ημερών δεν είχεν επισκεφθεί την μάνδραν. Μόνον ο Αγκόρτζας του έφερε καθημερινώς το γάλα, το οποίον δεν επρόφθαινε να πήξει, ως έλεγεν.
Ο Νικόδημος ανήσυχος είχεν ειπεί·
-Λες να μου φάνε τα κατσίκια, τάχα, καθώς μου φάγανε την Κοτσινή;
Η Σκεύω μη δυνηθείσα να κρατήση τον γέλωτα του είχεν απαντήσει·
- Λες να σου τ’ αφήσουν, γερο-Νικόδημε;
Ο αγαθός μοναχός έλαβε την μακράν μαγκούραν του και εξεκίνησε διά το βουνόν. Πριν απέλθη, είχεν υποσχεθή εις την Σκεύω πάσαν συνδρομήν ήτις εξηρτάτο απ’ αυτού, και η Σκεύω έβαλε με το νουν της ότι η καλυτέρα εκδούλευσις την οποίαν θα της έκαμνεν ήτο να της παραχωρήση το κελλίον, διά να μεταφέρει τον υιόν της από το καράβι. Κατόπιν, όταν η Σκεύω είχεν αξιωθεί ν’ ανταμώση τον υιόν της, και ο κ. Βουντ εγνωμοδότησεν ότι ήτο καλά να μετατοπισθή ο ασθενής έξω του πλοίου, διά να έχει την μητρικήν περιποίησιν ως και τας επισκέψεις τας ιδικάς του προχειροτέρας, η Σκεύω, επιστρέψασα εκ του πλοίου απήλθε κατ’ ευθείαν εις το μετόχιον.
Ο πάτερ Νικόδημος είχεν επανέλθει προ μικρού από την εκδρομήν και κατεγίνετο ετοιμάζων την αποσκευήν του. Η δε αποσκευή του συνίστατο εκ δύο ράσων τα οποία έδενεν εις αβασταγήν, εκ μεγάλου τορβά και εκ της υψηλής και καμπύλης την λαβήν μαγκούρας του.
- Θα πάω… θα πάω… είπεν άμα είδε την Σκεύω… Τα καημένα τα κατσικάκια, αρχίσανε να μου τα κλέφτουνε… Καλά το έλεγα εγώ, πως η καημένη η Μπαμπή μου έδειξε τον δρόμον, κι έπρεπε να την ακολουθήσω…
- Και θ’ αργήσης, γερο-Νικόδημε; ηρώτησε σύννους η Σκεύω.
Εσυλλογίζετο πως θα έμενεν έρημον το κελλίον του μοναχού, και διατί να μη της το εμπιστευθή αυτής, διά να φέρει τον υιόν της να τον νοσηλεύσει.
- Θα καθίσω εκεί απάνου όλον τον καιρό, έως να περάση η οργή Κυρίου, απήντησεν ο Νικόδημος. Μάρτυς μου ο Θεός, δεν φεύγω τόσο διότι λυπούμαι τα κατσίκια και τα τραγιά… Ας τα φάνε όλα, όπως φάγανε και την καημένη την Κοτσινή… Μόνον θέλω την ησυχία μου… Τι να τα κάμω εγώ τα κατσίκια και τα τραγιά; Ας είναι καλά το μοναστήρι. Μα τι να τους κάμω; Είμαι άμαθος από κόσμο, θεια-Σκεύω… Ας είναι καλά ο κόσμος, δεν με πειράζουν τίποτε… Μόνον θέλω την ησυχία μου… Ας τα φάνε όλα, ας τα φάνε.
Έκαμε κίνημα, και έβγαλεν από την τσέπην του έν κλειδίον.
- Να, πάρε το κλειδί της αποθήκης… Εκείνο το κελλί το ξεχωριστό, που βλέπεις παραπάνω… έχει μέσα ολίγες μυζήθρες και τυριά… είναι και ολίγο κριθάρι της χρονιάς και λίγο καλαμπόκι περυσινό… ρόιεψέ τα, δώσε στον κόσμο να φάνε, άμα ιδείς ότι πεινούνε… Εκεί μέσα έκλεισα και την καημένη την Πιτσινή, την κόττα του πάτερ Σισώη… ρίχνε της να τρώει, κι άμα ιδείς πως είναι ανάγκη για να δυναμώσει ο γυιος σου, σφάξε την και δος του να πιεί ζουμί, κι αυτή και δύο πετεινάρια που θα σου στείλω με τον παραγυιό μου τον Αγκόρτζα. Θα σου στέλνω κάθε μέρα και γάλα και νωπό τυρί… Τι να τα κάμω; Ας είναι καλά ο κόσμος… καλά το έλεγα εγώ πως η καημένη η γάττα μου η Μπαμπή μου έδειχνε τον δρόμο…
Η θεια-Σκεύω κάτι ήθελε να είπει, αλλ’ ο πάτερ Νικόδημος, όστις ευρίσκετο εις ασυνήθη έξαψιν, δεν της έδωκε καιρόν.
- Οι παλιοί οι ασκητάδες, ξέρεις, θεια-Σκεύω;… Πού να ξέρεις τουλόγου σου… Δεν άκουσες ποτέ να διαβάζουν τα Συναξάρια… Άκουσες ποτέ σου Λαυσαϊκό;… Πού να ακούσεις το δάσκαλο, τον πάτερ Σισώη, να το διαβάζει όμορφα-όμορφα, σιγά-σιγά και κατανυχτικά, με το λύχνο που έχει κατεβασμένο το φως, τα μεσάνυχτα στην Ακολουθία, απάνω στο μοναστήρι… Ξέχασα που δεν μβαίνουν γυναίκες μέσα… που πέφτει όλο το φως στο βιβλίο απάνω και στο μισό το πρόσωπο και στη γενειάδα και στο Πολυσταύρι και στο Σχήμα του διαβαστή… και σαν έφτανε η μνήμη του Αγίου Αντωνίου, οι παλιοί ασκητάδες φεύγανε στη μέσα έρημο, κι οι μοναστηριακοί έβγαιναν απ’ το μοναστήρι κι επήγαιναν ν’ ασκητέψουν δύο μήνες στην έρημο, έως την εορτή των Βαΐων. Και τότε πάλι εγύριζαν στο μοναστήρι… Εγώ ο ανάξιος δεν είμαι ικανός ούτε τα πόδια τους να φιλήσω, μα ως τόσο κι εγώ, τώρα το χινόπωρο, που δεν έρχεται μεγάλη σαρακοστή, αποφάσισα να φύγω στην έρημο. Πάρε το κλειδί, και δώσε στον κόσμο ό,τι έχει μέσα το κελλί, να φάνε… Ας είναι καλά ο κόσμος. Ο Άγιος Φλώρος να τους λυπηθή, να διώξη την αρρώστια… Εγώ θέλω την ησυχία μου… όχι πως με μέλει για τα βοσκήματα… Ας τα φάνε όλα, καθώς έφαγαν και την καημένη την Κοτσινή…
- Και το κελλί σου πού θα τ’ αφήσης, γερο-Νικόδημε; επρόφθασε και είπεν η
Σκεύω.
-Το κελλί;… Αλήθεια, πώς είναι ο γυιος σου; Δεν τον έβγαλες όξου;
- Είπε ο γιατρός να τον βγάλω.
- Και πού θα κάμετε κονάκι;
- Δεν ξέρω… Στις μπαράκες, που φτιάνει ο μαστρο-Στάθης.
-Αλήθεια, ξέχασα να πω… Εμένα το κελλί δεν μου χρειάζεται. Και ούτε το
εξουσιάζω κιόλα… Έχουν το δικαίωμα να μου το πάρουν… Εγώ δεν πρέπει να έχω φωλιά σαν καλόγηρος που είμαι… Καλύτερα σεις παρά άλλοι… Φέρε το γυιο σου έξω, κι ελάτε να καθίσετε στο κελλί…
- Α! την ευχή του Χριστού να ’χεις… καλή ψυχή… και καλόν παράδεισο,
αδερφέ μου…
- Εγώ είμαι ανάξιος… Φέρε το γυιο σου έξω. Να, στην πόρτα είναι το κλειδί.
Εδώ έχει και μερικές παλιοβελέντζες… Κλείδωσε, σύρε να φέρεις το γυιο σου, κι έλα να κάμετε κονάκι. Εγώ φεύγω. Έχε γεια… Καλά το έλεγα εγώ πως η καημένη η Μπαμπή μου έδειχνε το δρόμο.
Έλαβε την δέσμην των ράσων του, την έβαλεν εις τον τορβάν, εκρέμασε τον τορβάν περί την μασχάλην, έλαβε την υψηλήν κυρτήν ράβδον του, έκαμε τρις το σημείον του Σταυρού και ανεχώρησε.
Μόλις είχε προχωρήσει τρία βήματα, και συναντά τον Γερμανόν ιατρόν.
- Για πού, αν τέλη ο Τεός, πάτερ Νικόντημε;
- Α! τουλόγου σου είσαι, ξεχώτατε;… Απάνω στο κελλί είναι η θεια-Σκεύω…
Της έδωκα το κλειδί της αποθήκης. Να βάλης τα δυνατά σου, σαν καλός πατριώτης, να γλυτώσεις το παιδί της…
- Και κάτι ζωσμένον σε βλέπω, για ντρόμο… Για πού πας;
- Έχει μέσα στην αποθήκη κάτι μυζήθρες, κάτι ολίγα τυριά… Ας δώση στον
κόσμον να φάνε… Εγώ δεν τα λυπούμαι… Η Μπαμπή μου έδειξε το δρόμο.
- Ποια είν’ αυτή η Μπαμπή;
- Έχει κι ολίγο καλαμπόκι κι ολίγο κριθάρι…
- Τι ντιάολο! σαν αλλοιώτικος μου φαίνεσαι! είπεν αρχίσας να γελά ο κ.
Βίλελμ Βουντ.
- Θα της στείλω και δύο πετεινάρια… Για να ξαρρωστήση το παιδί της…
Τουλόγου σου, θα σου στείλω ένα κατσίκι, γιατρέ, να ξεφαντώσεις… Είναι κι η κόττα, η Πιτσινή, του πάτερ Σισώη… Της είπα να την σφάξη, για να δυναμώση ο άρρωστος… Ας είναι καλά ο κόσμος… Ας τα φαν όλα, καθώς έφαγαν και την καημένη την Κοτσινή…
- Ποια Κοτσινή;
- Να, την Κοτσινή μου την έκαμαν κότσι κότσι… Μα καλά το είπα εγώ, πως η
Μπαμπή μου έδειξε το δρόμο!…
- Τώρα, για πού πας; ηρώτησεν ανυπομόνως ο ιατρός. Μήπως άφησες το κελλί
σου…
- Ναι, το κελλί μου, είπεν ως να συνήλθε διά μιας ο Νικόδημος· το κελλί μου,
ας φέρουν τον άρρωστο να καθίσει μέσα, μαζί με τη μάννα του… Εγώ είμαι καλόγερος, και δεν μπορώ σκοτούρες του κόσμου… Πάω να βρω τον καθαρόν αέρα, απάνω στο βουνό… Από δω κι εμπρός θα κοιμώμαι στο κλαρί… Θα στέλνω και τον Αγκόρτζα να σας φέρνει γάλα… Έχε, γεια, γιατρέ… Καλά μου έδειξε το δρόμο η Μπαμπή.
Είπε, και τρέχων με τα ελαφρά τσαρουχάκια του, έγινεν άφαντος όπισθεν των δένδρων.
Ο ιατρός έμεινε διατεθειμένος προς ευθυμίαν, και εκάγχασε θορυβωδώς, όταν η Σκεύω του εξήγησε τα κατά την Μπαμπήν και την Κοτσινήν.
Μετά δύο ώρας, η Σκεύω μετέφερεν από το πλοίον τον υιόν της και τον εγκαθίστα εις το κελλίον του αγαθού μοναχού. Ο ασθενής ήτο πολύ καλύτερα, και ο κ. Βουντ είχε συγκεντρώσει μέγα μέρος της επιμελείας του εις τον υιόν της Σκεύως.
Όσον επλησίαζεν η νυξ, τόσον ηύξανεν η ανησυχία της Σκεύως σχετικώς με το πλήθος των πλοίων και την συρροήν των ταξιδιωτών.
Τόσα κομμάτια καράβια, τόση πλησμονή κόσμου, και σχεδόν κανείς φίλος, και όλοι πρόσωπα άγνωστα. Δύο ή τρεις εντόπιαι γολέτται είχον έλθει, εν ή δύο καράβια, και τινα καίκια· αλλ’ όλα σχεδόν ταύτα δεν έφερον επιβάτας, και τα πληρώματα έμενον επί των πλοίων
Αντικρύ εις τον μικρόν εξώστην του κελλίου δεν έλλειπον διόλης της ημέρας να έρχωνται να υδρεύωνται ναύται από τα ξένα πλοία, όλοι πρόσωπα άγνωστα.
Τα εντόπια πλοία είχον φαίνεται τον τρόπον να λαμβάνωσι το νερόν έξωθεν από την πόλιν. Άλλως το μικρόν πηγάδιον επλησίαζεν ήδη να στειρεύση. Ο Αγκόρτζας, ο παραγυιός του Νικοδήμου, ήρχετο κάθε πρωί κι εγέμιζεν έν μικρόν βαρελάκι νερόν, κι έφερε μίαν βεδούραν γάλα εις την Σκεύω, ήτις το εμοίραζεν εις τας τότε κατά περίστασιν γνωρίμους και γείτονας, όσαι ενοσήλευον υιούς ή συζύγους εις τα άλλα κελλία, και εις τα πρώτα εγγύτερα παραπήγματα. Ο Αγκόρτζας δεν έλεγε ποτέ «καλημέρα», αλλ’ εφώναζε με τραχείαν και αλλόκοτον φωνήν «Γεια σας!», πρωί πρωί την αυγήν, άφηνε την βεδούραν κάτω εις το πρώτον σκαλοπάτι της σκάλας, έκρυπτε το πρόσωπόν του όπισθεν του στύλου, έβλεπε λοξώς και ίστατο πλαγίως, διά να μη τον ιδή η Σκεύω, και είτα εφώναζε: «Χιριτίσματα απ’ τον πάτερ Νικόδημον. Είπι, λέει, τι κάνει ου γυιος σ’, λέει, καημέν’ Σκεύου; Κι τι σ’ χρειάζειτι, λέει, να μ’ του πης! Κι τ’ γκότα, λέει, να τ’νε σφάξης, να πιει του ζ’μι, να γιάνη».
ΠΡΟΤΕΙΝΟΥΜΕ

Ιατρικό μάρκετινγκ: Προώθηση ιατρείου με το #1 ιατρικό κανάλι
Αποκτήστε το δικό σας προσωποποιημένο τηλεοπτικό κανάλι και μετατρέψτε την τηλεόρασή σας σε έναν δυναμικό σύμβουλο που ενημερώνει, προωθεί τις υπηρεσίες σας κι ενισχύει την εικόνα σας.
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΣΤΟ EMAIL ΣΑΣ
Εγγραφείτε στο Newsletter μας για να λαμβάνετε κάθε μέρα στο email σας τα σημαντικότερα άρθρα του «Σαν Σήμερα .gr»
ΜΟΝΑΔΙΚΑ ΠΡΟΝΟΜΙΑ ΜΕΛΟΥΣ
Γίνε συνδρομητής με μόλις 8 € / μήνα, στήριξε τον αγαπημένο σου ιστότοπο
και απόλαυσε premium περιεχόμενο, χωρίς διαφημίσεις!