Έλα, μικρούλα, και στ’ αχνό
ας πάμε εκείνο το βουνό
να χτίσουμε καλύβι.
Το βλέπεις; Σύγνεφα πολλά
σα γέρο-γίγας κουβαλά
στη ράχη του και σκύβει.
Εκεί τα χιόνια του ο Χιονιάς
μες στην καρδιά της σκοτεινιάς
διπλόχουφτα σωριάζει·
και σαν παλεύουν τα στοιχειά,
πύρινη γλώσσα σαν οχιά
ο κεραυνός τινάζει.
Εκεί είναι Λύκος που πεινά,
και λάμπει του στα σκοτεινά
το λιμασμένο μάτι…
Ω, πάμε, ναι. Σαν αλυχτά,
θα μ’ αγκαλιάζης πιο σφιχτά
στου πόθου το κρεβάτι.