Ψυχή φρουμάζει, κόκκινη ψυχή σαν αιμοστάτης!
Στρώμα ζητάει του ύπνου της τη μυροφόρα αγκάλη
κρίνου, που περιγύριζε με τ ανεφτέριασμά της,
κρίνου πόχει γι αυτήν κλειστά τ ανέσυρτά του κάλλη.
Τέτοιος και μες στη σιγαλιά της νύχτας της δροσάτης
σε Σε πετάει ολόψυχος κι ο λογισμός μου πάλι·
μη σου ταράζει τα όνειρα; κι ίσως θαρρείς ο μπάτης
πως σου χαϊδεύει ανάλαφρα το ωραίο σου κεφάλι;
Θα σ’ ανανιώσει η φλόγα του στο πιο γλυκό σου βύθος,
που η μαγεμένη ξάπλωσε βραδιά στο αγνό σου στήθος
κάτω απ τα πεύκα τα παλιά ή κάπου σ έρμο βράχο.
Κι αν κάτι μάθεις γύρω σου θερμά να φτερουγίζει,
- με ουδ' όσον ήχο θ’ άκουες σαν ξένο αυτί βουΐζει, -
θα πεις το χέρι φέρνοντας στο μέτωπο: «Τι να ’χω;»